Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρεῖοι — χρεῖος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρειώ — (I) όος και οῡς, ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. χρεώ. (II) όω, Α [χρεία] 1. είμαι αναγκαίος για κάτι 2. απρόσ. χρειοῑ είναι ανάγκη … Dictionary of Greek